- αλληλοφάγοι
- ἀλληλοφάγοι, -α (Α)αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τόπου *ἀλληλοφάγος < ἀλληλο-* + -φάγος < ἔφαγον, αόρ. του ρ. ἔσθίω.ΠΑΡ. ἀλληλοφαγίααρχ.ἀλληλοφαγῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλληλοφάγοι — ἀλληλοφάγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek
αλληλοδωδόται — ἀλληλοδωδόται, οι (Α) κατά τον Ησύχ. οι αλληλοφάγοι, αυτοί που κατασπαράσσουν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + ἐδωδὴ* η ἐδωδὸς*] … Dictionary of Greek
αλληλοφαγία — η (Α ἀλληλοφαγία) 1. το να τρώγει ο ένας τον άλλον 2. αλληλοφάγωμα, εμφύλιος σπαραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφάγος, βλ. ἀλληλοφάγοι] … Dictionary of Greek
αλληλοφαγώ — ἀλληλοφαγῶ ( έω) (Α) (μόνο στον πληθυντικό) ἀλληλοφαγοῦμε τρώμε ο ένας τον άλλον τρώγω και τρώγομαι «ἀλληλοφαγοῦσι δὲ πάντες (οἱ ἰχθύες) πλὴν κεστρέως» (Αριστοτέλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφάγος, βλ. ἀλληλοφάγοι] … Dictionary of Greek